
Περίληψη
Η ταινία ξεκινάει με την εικόνα μιας κοπέλας να περπατάει μέσα στην πόλη και κάποιος να την παρακολουθεί (Killer POV), έπειτα η φωτογραφία της παίρνει τον αριθμό 3 από τον μυστηριώδη δολοφόνο με τα μαύρα γάντια ο οποίος παράλληλα τοποθετεί σε μία κασετίνα με διάφορα μαχαίρια εκείνο που την σκότωσε. Στην επόμενη σκηνή όπου μαθαίνουμε από τις αναρτημένες εφημερίδες ότι πρόκειται για το τρίτο θύμα – νεαρή γυναίκα που δολοφονείται ενώ ακούγεται (off camera) μια γυναικεία κραυγή.
Ο Αμερικάνος συγγραφέας Sam Dalmas και η φίλη του Giulia που είναι μοντέλο, βρίσκονται στη Ρώμη για διακοπές. Εκείνος έχει στερέψει συγγραφικά και θεωρούσε πως ένα ταξίδι θα τον βοηθούσε, όμως φαίνεται πως κάτι τέτοιο δε συνέβη και ετοιμάζονται να γυρίσουν πίσω στην Αμερική. Ωστόσο, το προηγούμενο βράδυ κι ενώ έχει προετοιμάσει το ταξίδι, γυρίζοντας μόνος του στο διαμέρισμα, γίνεται μάρτυρας της επίθεσης σε μια γυναίκα. Το σκηνικό διαδραματίζεται εντός μιας γκαλερί από έναν μυστηριώδη δράστη ντυμένο στα μαύρα, με γάντια και καμπαρντίνα. Στην προσπάθειά του να βοηθήσει το θύμα, ο Sam παγιδεύεται ανάμεσα στις δύο γυάλινες πόρτες της εισόδου, παρακολουθώντας και αυτός αβοήθητος τον δράστη να απομακρύνεται προς το εσωτερικό της γκαλερί (Σημείο 1).
Η γυναίκα που δέχτηκε την επίθεση, η Monica Ranieri, σύζυγος του Alberto Ranieri (ιδιοκτήτη της γκαλερί) τελικά επιζεί, όμως η αστυνομία που καταφθάνει στο σημείο κατάσχει το διαβατήριο του Sam με σκοπό να τον εμποδίσει να φύγει από την Ιταλία μέχρι να ολοκληρωθεί η έρευνα. Ήδη φαίνεται να υπάρχουν στοιχεία για τον δράστη, που όπως πιστεύεται είναι ένας κατά συρροή δολοφόνος ο οποίος σκοτώνει νεαρές γυναίκες σε όλη την πόλη και ο Sam ένας μάρτυρας που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος.
Επιστρέφοντας στο διαμέρισμα βρίσκει τη Giulia να τον περιμένει και της διηγείται όσα έζησε νωρίτερα, χωρίς όμως εκείνη να τον πιστεύει (Σημείο 2). Σε αυτό το σημείο ο Sam αναλαμβάνει δράση, αφού δεν μπορεί να ξεχάσει το γεγονός (συχνές αναδρομές μνήμης στη σκηνή της επίθεσης για να θυμηθεί λεπτομέρειες). Αποφασίζει να απευθυνθεί στον επιθεωρητή Morosini, βοηθώντας στην έρευνα που διενεργεί η αστυνομία για την αναγνώριση του δολοφόνου (Σημείο 3). Παράλληλα, ο Sam μαζί με την Giulia μαζεύουν στοιχεία για τους τρείς φόνους από τις δημοσιεύεις των εφημερίδων (Σημείο 4) και έχοντας πάρει το ρόλο του ερασιτέχνη ντετέκτιβ σχεδιάζει πως θα ξεκινήσει τη διερεύνηση.
Αρχικά επισκέπτεται το παλαιοπωλείο όπου δούλευε ως πωλήτρια το πρώτο θύμα (Σημείο 5). Εκεί, ανακαλύπτει ότι την ημέρα του θανάτου της πούλησε έναν πίνακα με ένα άγριο θέμα: έναν άνδρα με μαύρο αδιάβροχο να επιτίθεται με μαχαίρι σε μια νεαρή γυναίκα. Παίρνει το αντίγραφο του πίνακα και το τοποθετεί στον τοίχο του διαμερίσματος παρουσιάζοντας το στη Giulia. Στο μεταξύ ο δολοφόνος ετοιμάζεται για το επόμενο χτύπημα. Ακολουθεί μέχρι το σπίτι τη γυναίκα που παρακολουθούσε (Killer POV), εισβάλει στο υπνοδωμάτιο και τη σκοτώνει με τρόπο παρόμοιο με εκείνο που αναπαριστούσε ο πίνακας (Σημείο 6). Το επόμενο πρωί ο Morosini επισκέπτεται τον Sam για να του ανακοινώσει το τέταρτο θύμα και η Giulia, φανερά εκνευρισμένη αντιδρά σχετικά με την ανάμειξη του Sam στην έρευνα (Σημείο 7).
Ο Sam αποφασίζει να συναντήσει τον μαστροπό του δεύτερου θύματος (που ήταν πόρνη) χωρίς όμως να παίρνει κάποια πληροφορία. Εκείνο το βράδυ, ο δολοφόνος έχει ήδη ακολουθήσει το 5ο θύμα του, μια νεαρή γυναίκα. Γνωρίζει που μένει και όταν η κοπέλα φτάνει στην πολυκατοικία τη σκοτώνει μέσα στον ανελκυστήρα (Σημείο 8). Πλέον ο Sam αρχίζει να δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα από τον δολοφόνο για τη ζωή της Giulia και σκέφτεται σοβαρά να επιστρέψουν πίσω στην Αμερική. Όμως ενώ φτιάχνουν τις βαλίτσες (Σημείο 9) ο Sam επιμένει να κάνει την τελευταία προσπάθεια και να επισκεφθεί τον ιδιαίτερο καλλιτέχνη του πίνακα. Χωρίς να βοηθήσει καθόλου η συνάντηση κι ενώ βρίσκεται στο δρόμο της επιστροφής, μια φιγούρα με μαύρα γάντια αποπειράται να μπει στο διαμέρισμα και να επιτεθεί στη Giulia (Killer POV) (Σημείο 10). Δεν καταφέρνει όμως γιατί η παρουσία του Sam αποτρέπει τα χειρότερα και ο δράστης δραπετεύει.
Στην προσπάθειά της η αστυνομία να καθαρίσει τις ηχογραφήσεις των τηλεφωνημάτων του δολοφόνου από τους θορύβους, απομονώνει κάποιες συχνότητες που όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια, με τη βοήθεια του Carlo (φίλου του Sam), αντιστοιχούν στο κελάηδισμα μιας σπάνιας ράτσας πουλιού από τη Σιβηρία που λόγω της διάφανης – σαν κρύσταλλο – λάμψης των φτερών του ονομάζεται “The Bird with the Crystal Plumage”. Αυτό το είδος πτηνού δεν απαντάται στην Ιταλία αλλά βρίσκεται συγκεκριμένα στον ζωολογικό κήπο της Ρώμης, κάτι που βοηθά την αστυνομία να οδηγηθεί στην κατοικία του δολοφόνου.
Όταν ο Sam, ο Carlo και η Guilia καταφθάνουν στην οικία των Ranieri, αντικρύζουν τη Monica να παλεύει με τον οπλισμένο με μαχαίρι σύζυγό της Alberto (Σημείο 11), ο οποίος πέφτει από το παράθυρο του 5ου ορόφου στο πεζοδρόμιο. Εκεί, ξεψυχώντας, ομολογεί ότι είναι o δολοφόνος και πως αγαπά τη γυναίκα του. Στο μεταξύ η Giulia και η Monica έχουν φύγει και ο Sam ψάχνει να τις βρει ρωτώντας διάφορους ανθρώπους που τον οδηγούν σε ένα σκοτεινό κτίριο. Εκεί βρίσκει τον φίλο του Carlo δολοφονημένο και την Giulia τραυματισμένη ενώ είναι δεμένη και φιμωμένη. Τότε εμφανίζεται ο δράστης με τα μαύρα γάντια και το αδιάβροχο και αποκαλύπτεται ως Monica Ranieri (Σημείο 12). Ο Sam βρίσκεται σε σύγχυση καθώς ανακαλεί τη σκηνή της επίθεσης στη γκαλερί και πως τελικά η επίθεση δεν ήταν προς τη Monica αλλά ότι εκείνη επιτέθηκε στο σύζυγό της, ο οποίος φορούσε το αδιάβροχο. Η Monica ξεφεύγει για ακόμα μία φορά και ο Sam την κυνηγά μέχρι την γκαλερί όπου και παγιδεύεται ξανά, αυτή τη φορά κάτω από ένα γιγαντιαίο μεταλλικό τοιχίο – έκθεμα με καρφιά. Ενώ είναι στο πάτωμα και ανήμπορος να κουνηθεί, η Monica δοκιμάζει να τον μαχαιρώσει (Σημείο 13), όμως εκείνη τη στιγμή καταφθάνει η αστυνομία που κλήθηκε από τη Giulia, τη συλλαμβάνει και τη μεταφέρει στο ψυχιατρείο.
Τέλος σε συνέντευξη με έναν ψυχίατρο αποκαλύπτεται πως η Monica είχε πέσει η ίδια θύμα επίθεσης πριν από 10 χρόνια που της προκάλεσε ψυχικό τραύμα το οποίο ζωντάνεψε βλέποντας το άγριο θέαμα που απεικόνιζε ο πίνακας (Σημείο 14). Έκτοτε φάνηκε να ταυτίστηκε με τον δράστη και όχι με το θύμα, ενώ ο σύζυγός της Alberto ανέπτυξε μια αντίστοιχη ψύχωση βοηθώντας τη να καλύψει τις δολοφονίες της, διαπράττοντας κάποιες και εκείνος. O Sam και η Giulia εμφανίζονται στο αεροπλάνο με προορισμό την Αμερική.









Ανάλυση – Σχολιασμός
Η ταινία The Bird with the Crystal Plumage (Το Πουλί με τα Κρυσταλλένια Φτερά) κατατάσσεται στο m-giallo, με έναν άνδρα πρωταγωνιστή (Sam) και δύο κεντρικούς γυναικείους χαρακτήρες (Monica, Giulia). Πρόκειται για ένα κλασικό σενάριο όπου ο πρωταγωνιστής αφού γίνεται μάρτυρας μιας δολοφονικής επίθεσης αναλαμβάνει το ρόλο του ερασιτέχνη ντετέκτιβ και το φύλο του δολοφόνου με τα μαύρα γάντια παραμένει άγνωστο μέχρι την τελευταία σκηνή. Στην εν λόγω ταινία η ανατροπή συντελείται όταν αποκαλύπτεται ότι ο δολοφόνος είναι γυναίκα (η Monica Ranieri), η οποία πάσχει από ψυχιατρική διαταραχή.
Monica
Εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Σημείο 1. Εκεί φαίνεται να παλεύει με έναν μαυροφορεμένο δράστη του οποίου το φύλο αποκρύπτεται και από τον πρωταγωνιστή που σπεύδει να βοηθήσει αλλά και από τον θεατή. Αυτόματα υποθέτουμε λόγω των έμφυλων κοινωνικών ρόλων ότι η επίθεση γίνεται από κάποιον άνδρα ο οποίος αποπειράται να σκοτώσει τη Monica και όχι το αντίθετο. Η Monica αιμορραγεί ενώ βρίσκεται στο πάτωμα, ζητώντας βοήθεια από τον Sam, όμως συμβαίνει το εξής παράδοξο: και η Monica και ο Sam παρουσιάζουν μια παθητικότητα – στην περίπτωση του δεύτερου, μια απομίμηση της “κανονιστικής” θηλυκότητας. Αφενός διότι εκείνη είναι τραυματισμένη και ζητά βοήθεια και αφετέρου διότι ο Sam βρίσκεται παγιδευμένος ανάμεσα στις δύο γυάλινες πόρτες στην είσοδο της γκαλερί.
Στο Σημείο 11 βλέπουμε τη Monica με τον σύζυγό της Alberto να παλεύουν με ένα μαχαίρι το οποίο κρατάει εκείνη, ενώ αυτός προσπαθεί να της το αποσπάσει. Κατά την είσοδο της αστυνομίας η αντίσταση της Monica διαλύεται και το μαχαίρι αλλάζει χέρια, με αποτέλεσμα να πιαστεί επ’ αυτοφώρω ο Alberto. Η Monica επιστρέφει στη θηλυκή της εικόνα, αφού με τρομαγμένο πρόσωπο ζητά να τη σώσουν (παθητικότητα) και ο ρόλος του δολοφόνου, του ενεργητικού υποκειμένου, ταυτίζεται με τον (βίαιο) άνδρα Alberto, εκεί δηλαδή που κατά το κοινωνικό φύλο ανήκει.
Η ανατροπή συμβαίνει στο Σημείο 12. Η Monica εμφανίζεται στο σκοτάδι και στο λιγοστό φως αποκαλύπτονται τα κόκκινα μαλλιά της τα οποία απελευθερώνει βγάζοντας το καπέλο. Όταν ανοίγει το μαύρο αδιάβροχο αποκαλύπτεται μια ανδροπρεπής περιβολή. Φορά λευκό πουκάμισο με μαύρο γιλέκο και παντελόνι κάτι που παραπέμπει στην ταυτότητα του αντίθετου φύλου, σε αντίθεση με το Σημείο 1 που η θηλυκή της εμφάνιση τονίζει ακόμα περισσότερο τη θηλυκότητά της και συνεπώς το ρόλο του θύματος αντί του θύτη. Στο Σημείο 12 ο Sam τελικά αντιλαμβάνεται ότι αυτό που είδε ήταν μια ψευδαίσθηση, αφού ανακαλεί τη σκηνή στο μυαλό του, μη μπορώντας να πιστέψει ότι είχε παραπλανηθεί από τους παγιωμένους έμφυλους ρόλους.
Το Σημείο 13 παρουσιάζει τη σαδιστική πλευρά της Monica που λαμβάνει ευχαρίστηση από τη θέα του ανήμπορου Sam να αντιδράσει, παγιδευμένος κάτω από το αιχμηρό έκθεμα. Εδώ παρατηρείται μια αντιστροφή έμφυλων ρόλων. Η Monica είναι εκείνη που ενσαρκώνει την αρρενωπότητα με το ανδρόγυνο ντύσιμό της, τον ενεργητικό της ρόλο (θύτης) και το μαχαίρι (φαλλικό αντικείμενο), να απειλεί τον παθητικό – εκθηλυμένο Sam.
Στο Σημείο 14 έχουμε την έκβαση της υπόθεσης με την ανακοίνωση της αστυνομίας στο τηλεοπτικό δίκτυο. Βλέπουμε ένα σύνολο ανδρών που κατέχουν θέσεις εξουσίας (ψυχίατρος, αστυνομικοί, δημοσιογράφοι) να επαναφέρουν την πατριαρχική τάξη τα τελευταία λεπτά της ταινίας, με το υποκείμενο κύρους, τον ψυχίατρο που αναλαμβάνει να δημοσιοποιήσει την ψυχιατρική διάγνωση της Monica η οποία εισάχθηκε σε ψυχιατρική κλινική. Όπως αναφέρει: «Είχε ήδη παρανοϊκή συμπεριφορά και απέκτησε ψυχικό τραύμα από την επίθεση που δέχθηκε από κάποιον πριν 10 χρόνια. Στη θέα του πίνακα που απεικόνιζε αυτή τη σκηνή στην οποία πρωταγωνιστούσε η ίδια, την έκανε να ταυτιστεί με τον θύτη και όχι με το θύμα. Ο σύζυγός της ανέπτυξε μια ψύχωση, παρανοώντας και ο ίδιος, διαπράττοντας μάλιστα κάποιους φόνους για να την προστατέψει».
Giulia
Εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Σημείο 2. Υποδέχεται τον Sam ενώ βρίσκεται γυμνή στο κρεβάτι, καλυμμένη με ένα σεντόνι και καπνίζει. Τον καλεί να ξαπλώσει μαζί της, αμφισβητώντας την αλήθεια των γεγονότων που της εξιστορεί. Η Giulia είναι μοντέλο, νέα, όμορφη και διαθέσιμη σεξουαλικά προς τον σύντροφό της, ο οποίος ήδη από τα πρώτα λεπτά της ταινίας εμπλέκεται σε καταστάσεις με ιδιαίτερη δράση. Σε αντίθεση, εκείνη – αν και δεν έχει το ρόλο της νοικοκυράς ή μητέρας, φαίνεται να τον περιμένει στο διαμέρισμα.
Στο Σημείο 7 η Giulia είναι εκνευρισμένη με τον Morosini που δε δίνει το διαβατήριο στον Sam και τον χρησιμοποιεί στην έρευνα. Στο ξέσπασμά της ο Sam τη σταματά και ο Morosini την απαξιώνει ευγενικά, ζητώντας του να φύγουν άμεσα. Φαίνονται αποφασισμένοι να συνεχίσουν και εκείνη τελικά υποχωρεί ζητώντας συγγνώμη για τη συμπεριφορά της.
Στο Σημείο 9, όπως και προηγουμένως (Σημείο 7) για ακόμα μια φορά φαίνεται η απογοήτευση και ο εκνευρισμός της Giulia, αφού δε απολαμβάνει της προσοχής του Sam ο οποίος είναι απόλυτα απορροφημένος από την υπόθεση που διερευνά και την αφήνει για άλλη μια φορά μόνη.
Το Σημείο 10 αφορά την απόπειρα επίθεσης στη Giulia. Εδώ ο δολοφόνος με τα μαύρα γάντια δεν είναι η Monica αλλά ο σύζυγός της (όπως φαίνεται από το ανδρικό χέρι που κόβει τα καλώδια) και είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια σεκάνς φόνου στην ταινία. Αποτυπώνει με κοντινά πλάνα την αγωνία στο πρόσωπό της αβοήθητης Giulia και την απειλή της εισβολής στον προσωπικό της χώρο (το διαμέρισμα). Αυτό επιχειρεί ο δράστης με ένα μαχαίρι, ανοίγοντας σιγά-σιγά τρύπα στην ξύλινη πόρτα και βλέποντας δια μέσου της (όπως από μια κλειδαρότρυπα), κάτι που παραπέμπει στην ηδονοβλεπτική παρακολούθησης μιας γυναίκας από έναν άνδρα. Σε συνδυασμό μάλιστα και με το περιεχόμενο της αφήγησης, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αποκτά σαδιστική διάσταση, με στοιχεία που παραπέμπουν στον εικονικό βιασμό της γυναίκας (Giulia) που αντιστέκεται και παρακολουθείται ενώ διακατέχεται από τρόμο.
Λοιποί χαρακτήρες
O Dario Argento συνηθίζει να εισάγει διάφορους queer χαρακτήρες και στην εν λόγω ταινία έχουμε δύο σημεία όπου σχολιάζεται το φύλο με άμεσο και έμμεσο τρόπο.
Στο Σημείο 3 η αστυνομία παρουσιάζει κάποιους ύποπτους για αναγνώριση στον Sam, τους χαρακτηρίζει ως “διεστραμμένους”, υποθέτοντας ότι ο δολοφόνος αρχικά είναι άνδρας και ενδεχομένως να εμπίπτει σε κάποιο τέτοιο προφίλ. Ανάμεσα σε έναν σαδομαζοχιστή, έναν επιδειξία, έναν σοδομιστή και έναν παιδόφιλο προσέρχεται και ένας παρενδυτικός με το ψευδώνυμο “Ursula Andress”. Είναι ντυμένος με γυναικεία ρούχα και περούκα και φαίνεται ενοχλημένος. Ο Morosini σπεύδει εκνευρισμένος να διορθώσει τον υπεύθυνο προσαγωγής λέγοντας ότι «δεν ανήκει στην κατηγορία των διεστραμμένων, αλλά των τραβεστί». Ο παρενδυτικός αγανακτισμένος συμφωνεί ότι «δε θα μπορούσε να είναι με αυτά τα γουρούνια». Στη συγκεκριμένη σκηνή έχουμε μια τοποθέτηση του σκηνοθέτη σχετικά με τη συχνή για την εποχή στοχοποίηση των παρενδυτικών ατόμων. Μια ανωμαλία που δηλώνει διαστροφή. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η συγκεκριμένη σκηνή αποτελεί ένα είδος μηνύματος προς τον θεατή.
Ένα άλλο σχόλιο του σκηνοθέτη περί ομοφυλοφιλίας συμβαίνει στο Σημείο 5 όπου ο ιδιοκτήτης του παλαιοπωλείου είναι γκέι. Παρουσιάζεται ως ευγενικός και θηλυπρεπής κύριος με κοστούμι, ο οποίος φαίνεται να ενδιαφέρεται σεξουαλικά για τον γοητευτικό Sam που ζητά πληροφορίες για την υπάλληλο που δολοφονήθηκε. Ο παλαιοπώλης του εκμυστηρεύεται ότι «η κοπέλα ήταν κάπως περίεργη και ο κόσμος έλεγε πως της άρεσαν οι γυναίκες, ήταν λεσβία», αποποιούμενος τον χαρακτηρισμό του «ρατσιστή», μιας και κάτι τέτοιο δεν τον έβρισκε σύμφωνο. Σε αυτή τη σκηνή ο Sam φαίνεται να κινείται αμήχανα και αδέξια στην προσπάθειά του να αποφύγει την όλο και πιο στενή προσέγγιση του παλαιοπώλη, δίνοντας την αίσθηση ομοφοβίας παρά τη διακριτικότητά του.
Φόνοι
Ήδη σχολιάστηκε η τελευταία απόπειρα του δολοφόνου να σκοτώσει τη Giulia, όμως υπάρχουν πέντε ακόμα αναφορές στα προηγούμενα θύματα.
Για τους τρεις πρώτους φόνους γυναικών μαθαίνουμε στο Σημείο 4 όπου ο Sam μαζί με τη Giulia μελετούν τα αποκόμματα των εφημερίδων στις οποίες υπάρχουν φωτογραφίες των θυμάτων, που κάθε μία τους έχει και ένα διαφορετικό “γνώρισμα”. Το πρώτο θύμα ήταν η πωλήτρια, που όπως μάθαμε προηγουμένως (Σημείο 5) ήταν λεσβία και κάπως περίεργη. Στις δημοσιευμένες φωτογραφίες παρουσιάζεται μόνο το κάτω μέρος του σώματός της – τα πόδια. Το δεύτερο θύμα ήταν μία πόρνη τις οποίας η φωτογραφίες παρουσιάζουν ολόκληρο το σώμα ξεχωριστά, με έμφαση στα χέρια και το έντονα βαμμένο της πρόσωπο. Το τρίτο θύμα ήταν μια φοιτήτρια που γυρνούσε από τον κινηματογράφο. Όλες οι φωτογραφίες δείχνουν το πρόσωπό της και είναι οι μοναδικές που το αίμα είναι ορατό με τις πληγές από μαχαίρι στο λαιμό της. Δε θα πρέπει να αγνοηθεί ότι πρόκειται για σκληρές εικόνες δημοσιευμένες στον τύπο και παρουσιασμένες κομματιαστά, με έμφαση σε συγκεκριμένα σημεία του γυναικείου σώματος -μια φετιχιστική απεικόνισή του.
Στο Σημείο 6 παρουσιάζεται ο φόνος του τέταρτου θύματος. Ο δολοφόνος ακολουθεί μια γυναίκα που μένει μόνη σε μια μονοκατοικία ενώ ο θεατής παρακολουθεί ήδη το γυναικείο σώμα ενώ φορά το διάφανο νυχτικό της, χτενίζεται και ανάβει τσιγάρο στο κρεβάτι. Ο δολοφόνος εισβάλει στο δωμάτιο και τα πλάνα γίνονται πολύ κοντινά στο έντρομο πρόσωπο του θύματος. Τα μαύρα γάντια του της κλείνουν το στόμα ενώ το μαχαίρι με τη μακριά λεπίδα αποκτά φαλλική υπόσταση σκίζοντας πρώτα τα εσώρουχα σε μια σαδιστική/σεξουαλική σκηνή φόνου.
Το Σημείο 8 παρουσιάζει σύντομα τον πέμπτο φόνο μιας γυναίκας που μόλις την άφησε με το αμάξι ο σύντροφός της. Αν και την περίμενε μέχρι να μπει στο κτίριο, ο δολοφόνος ήδη βρίσκεται εντός κρατώντας τον ανελκυστήρα με αποτέλεσμα εκείνη να αναγκαστεί να ανέβει στα σκοτεινά με τις σκάλες. Όταν φτάνει στον όροφο της επιτίθεται εγκλωβίζοντας τη στον ανελκυστήρα και της χαράσσει το πρόσωπο με μια φαλτσέτα. Και σε αυτή την περίπτωση δίνεται έμφαση στο συγκεκριμένο σημείο του σώματος, το τρομοκρατημένο πρόσωπο του θύματος το οποίο ο δολοφόνος σημαδεύει με το ξυράφι προτού προχωρήσει στο φόνο.
Περιεχόμενα
Η παρανοϊκή συμπεριφορά της Monica προήλθε από ψυχικό τραύμα που προκλήθηκε από επίθεση που είχε δεχθεί από κάποιον άνδρα πριν 10 χρόνια.
Στη θέα του πίνακα που απεικόνιζε αυτή τη σκηνή στην οποία πρωταγωνιστούσε η ίδια, την έκανε να ταυτιστεί με τον θύτη και όχι με το θύμα.