Giallo

Το Giallo πήρε το όνομά του (giallo στα ιταλικά σημαίνει κίτρινο) από τα κίτρινα εξώφυλλα των βιβλίων του εκδοτικού οίκου Mondadori (Μιλάνο) με αστυνομικές ιστορίες και ιστορίες μυστηρίου που ξεκίνησε να εκδίδει το 1929. Ως κινηματογραφικό είδος, εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, τη “χρυσή εποχή” του ιταλικού κινηματογράφου και γνώρισε μεγάλη άνθιση κατά τη δεκαετία του 1970, όμως πολλοί θεωρούν ότι δεν πρόκειται για είδος με τη στενή έννοια. Κατηγοριοποιείται με τον ιταλικό όρο filone[1], δηλαδή ως ρεύμα, με στοιχεία θρίλερ – αγωνίας – αστυνομικού μυστηρίου, με προκλητική βία και σεξουαλικό περιεχόμενο. Οι ταινίες giallo έχουν αναγνωρίσιμες τυπικές συμβάσεις (μοτίβα) που αφορούν συγκεκριμένους τρόπους αφήγησης και δομής και μπορούν να εντοπιστούν σε πολλές ταινίες που χαρακτηρίζονται ως gialli (πληθ. giallo), οι οποίες συνήθως περιλαμβάνουν: “δολοφονία(/ες), μυστήριο, εξιχνίαση, ψυχανάλυση, τουρισμό, αποξένωση και έρευνα”. Όλες όμως βασίστηκαν στην πρώτη “αληθινή” του είδους, από τον σκηνοθέτη Mario Bava με τίτλο The Girl Who Knew Too Much (1962). Πιο συγκεκριμένα, η τυπική αφηγηματική φόρμα giallo περιλαμβάνει: έναν πρωταγωνιστή που γίνεται μάρτυρας μιας βίαιης δολοφονίας και αναλαμβάνει το ρόλο του ερασιτέχνη ντετέκτιβ, με σκοπό να αποκαλύψει την ταυτότητα του δολοφόνου. Η εμβληματική απόδοση του, ως “δολοφόνου με τα μαύρα γάντια” (“black gloved killer”) (Rhuart, 2018) και ντυμένο συνήθως με μαύρη καμπαρντίνα και καπέλο, εμφανίζεται στην επόμενη ταινία του Bava με τίτλο Blood and Black Lace (1964), θέτοντας έτσι τις αρχές για τα επόμενα gialli που υιοθετούν αυτή την εμφάνιση. Η μεταμφίεση του δολοφόνου είναι απόλυτα σημαντική για την αύξηση της αγωνίας, αφού δημιουργεί την απαραίτητη ασάφεια, αποκρύπτοντας την ταυτότητα και το φύλο του/της. Μια άλλη καινοτομία που εισάγει το Giallo ως κινηματογραφική τεχνική, είναι η λήψη από την οπτική γωνία του δολοφόνου. Αυτή η τεχνική επικράτησε ευρέως στις ταινίες τρόμου από τη δεκαετία του 1970 και ιδιαίτερα στα gialli του Mario Bava και του Dario Argento, όπως θα δούμε και στη συνέχεια. Ο όρος Killer point of view (Killer POV) χρησιμοποιείται για να περιγράψει την υποκειμενική λήψη της κάμερας που παράλληλα με την κίνησή της επιτρέπει στον θεατή να κάνει την υπόθεση ότι πρόκειται για κάποιο απειλητικό άτομο. Λειτουργεί δηλαδή ως το βλέμμα του ίδιου του δολοφόνου που παρακολουθεί το θύμα του (ή του επιτίθεται, όταν υπάρχει σκηνή δράσης), εξυπηρετώντας τόσο την απόκρυψη της ταυτότητάς του όσο και την ένταση της αγωνίας στο θεατή. Από τη φεμινιστική σκοπιά ωστόσο, πολλοί[2] υποστηρίζουν ότι (το killer POV) οδηγεί στην (υποσυνείδητη) ταύτιση του θεατή με τον χαρακτήρα του δολοφόνου και προάγει τη σκοποφιλία μέσα από τις σαδιστικές σκηνές των φόνων – κυρίως γυναικείων χαρακτήρων, καθώς και τη φετιχιστική θέαση παρουσιάζοντας τα θύματα να διαπερνώνται από φαλλόσχημα όπλα (π.χ. μαχαίρια, καρφιά, ψαλίδια κλπ.).  Σε γενικές γραμμές, το Giallo προσφέρεται για ψυχαναλυτικές αναγνώσεις και ερμηνείες, ειδικά όσον αφορά στους τρόπους που “χειρίζεται” τη θηλυκότητα, τόσο σε επίπεδο παρουσίασης όσο και αφηγηματικά. Το φύλο και οι δυναμικές που δημιουργούνται εντός της κινηματογραφικής αφήγησης απασχολούν έντονα στις ταινίες giallo. Στερεοτυπικές συμπεριφορές γύρω από τη θηλυκότητα και την αρρενωπότητα σχολιάζονται, αμφισβητούνται και οδηγούν στην ανατρεπτική έκβαση στα τελευταία λεπτά της ταινίας -όπως επιτάσσει η φύση του είδους- με την αποκάλυψη της ταυτότητας του δολοφόνου. Τα gialli μπορούν να χωριστούν σε ανδρικά (m-gialli) και γυναικεία (f-gialli) ανάλογα με το φύλο του πρωταγωνιστή. Αν και στις περισσότερες ταινίες ο πρωταγωνιστής είναι άνδρας (με το ρόλο του ερασιτέχνη ντετέκτιβ) υπάρχει και κάποιος δυναμικός κεντρικός γυναικείος χαρακτήρας. Στις δε ταινίες με γυναίκα πρωταγωνίστρια το περιεχόμενο είναι περισσότερο σεξουαλικό. Συχνά περιστρέφεται γύρω από μια ηρωίδα που πάσχει από παλιά ψυχικά τραύματα ή διαταραχές που χρήζουν θεραπείας[3] και βρίσκεται ή είχε βρεθεί υπό ψυχιατρική παρακολούθηση.

[1] Ιταλικός όρος που περιγράφει είδη, κατηγορίες ταινιών ή και μόδες της εποχής. Δεν εμπίπτει στην τυπική κατηγοριοποίηση των αμερικανικών ταινιών του Χόλυγουντ.

[2] όπως η Laura Mulvey – που θεωρεί τον θεατή ετεροφυλόφιλο άνδρα.

[3] Aν και η θεματική των ψυχοσεξουαλικών διαταραχών και τραυμάτων συναντάται στην πλειοψηφία των ταινιών giallo και ιδιαίτερα στο έργο του Dario Argento.


Dario Argento

Στις ταινίες του, ο Dario Argento δοκιμάζει τα όρια του φύλου. Πληθώρα αναφορών σε “μη συμβατικούς” γυναικείους ρόλους (γυναίκες με δυναμικό χαρακτήρα που δεν υπόκεινται στα πρότυπα της νοικοκυράς/μητέρας), ανδρικοί ρόλοι με πιο “ευαίσθητα” χαρακτηριστικά (τουλάχιστον ως προς το επάγγελμα του πρωταγωνιστή που συχνά ασχολείται με την τέχνη – μουσικοί, συγγραφείς κλπ), καθώς και ομοφυλόφιλοι (άνδρες και γυναίκες) ή παρενδυτικοί. Όλων η συμπεριφορά σχολιάζεται εντός της αφήγησης, αναδεικνύοντας παράλληλα τις κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες της εποχής. Για πολλούς, ο κινηματογράφος αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα (την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής) και  δημιουργεί την κατασκευασμένη εικόνα των φύλων, όπως αποτυπώνονται επί της οθόνης. Λέγοντας αυτό, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η “χρυσή εποχή” του Giallo, το 1970, συμπίπτει με το απόγειο του 2ου κύματος του φεμινισμού, με τη χειραφέτηση των γυναικών και τη γέννηση των κινημάτων των ομοφυλόφιλων,  γεγονότα που “κλόνισαν” τρόπον τινά την ανδρική κυριαρχία. Έτσι, οι χωρίς ηθικούς φραγμούς εικόνες “σεξ, βίας και ακραίας αιματοχυσίας”, σε βάρος των γυναικών στα gialli συχνά συνδέονται με τον μισογυνισμό και τον σαδισμό, ως κάποιου είδους “τιμωρία” και επιβολή της (πατριαρχικής) τάξης στην αυξανόμενη γυναικεία δύναμη και τις απαιτήσεις των γυναικείων κινημάτων. Στην περίπτωση του Dario Argento, ο οποίος έχει κατηγορηθεί για μισογυνισμό και σεξουαλική βία για τον τρόπο που παρουσιάζει τους φόνους των γυναικών στις ταινίες του, δηλώνει ότι το θέμα για εκείνον είναι περισσότερο αισθητικό και αφορά καθαρά την οπτική απόλαυση του θεάματος. Όπως χαρακτηριστικά είχε πει σε συνέντευξή του: “Μου αρέσουν οι γυναίκες, ειδικά οι όμορφες. Αν έχουν ωραίο πρόσωπο και σιλουέτα, μου αρέσει περισσότερο να τις βλέπω να δολοφονούνται, παρά μια άσχημη κοπέλα ή έναν άνδρα”.  

Η εκκεντρική σκηνοθετική ματιά του Dario Argento, η γραφική αποτύπωση του τρόμου στα πρόσωπα των θυμάτων, η αισθητική, το ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό του στυλ και οι πολύπλοκες κινηματογραφικές τεχνικές λήψης τον έχουν καταστήσει ως τον κατεξοχήν “μαέστρο του τρόμου”, όπως συχνά χαρακτηρίζεται σήμερα από τους λάτρεις του είδους. Το giallo πλέον αποτελεί ένα είδος καλτ κινηματογράφου και συχνά κατατάσσεται στον παρακινηματογράφο (paracinema) από τους κριτικούς, στα πλαίσια του οποίου ο Dario Argento αναγνωρίζεται ως ο πιο σημαντικός auteur. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι ποτέ το giallo δεν άνηκε στον κυρίαρχο ιταλικό κινηματογράφο, αν και σημείωσε ιδιαίτερη εμπορικότητα κατά τη δεκαετία του 1970. Συνήθως προοριζόταν για κινηματογράφους που πρόβαλαν ταινίες β’ διαλογής και σε αίθουσες της ιταλικής επαρχίας, που λόγω έλλειψης τηλεοράσεων το κοινό πήγαινε περισσότερο για κοινωνικοποίηση. Ωστόσο ο Dario Argento κατάφερε να πάρει σημαντικές κρατικές επιδοτήσεις και οι ταινίες του προβάλλονταν και σε κεντρικούς κινηματογράφους της Ιταλίας, κάνοντας μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες.