
Περίληψη
Η ταινία ξεκινά με τη σκηνή ενός φόνου σε ένα χριστουγεννιάτικα στολισμένο σπίτι. Στον τοίχο, φαίνεται η σκιά ενός ατόμου να επιτίθεται και να σκοτώνει ένα άλλο, με το αιματοβαμμένο μαχαίρι να πέφτει στο πάτωμα καταλήγοντας μπροστά από τα πόδια ενός παιδιού (Σημείο 1).
Είκοσι χρόνια αργότερα στο Τορίνο, ο καθηγητής ψυχιατρικής Giordani προεδρεύει σε μια διάλεξη για την παραψυχολογία με κεντρικό ομιλητή τη Helga Ulmann. Η Helga, που έχει τηλεπαθητικές ικανότητες, ξαφνικά αντιλαμβάνεται τις διεστραμμένες-φονικές σκέψεις κάποιου ατόμου στο κοινό, μοιράζεται με τους παρευρισκόμενους την εμπειρία που βιώνει, ενώ αναφέρει ότι ακούει ένα παιδικό τραγούδι (Σημείο 2). Πιστεύει ότι μπορεί να αναγνωρίσει αυτό το πρόσωπο και τότε κάποιος (υποκειμενική λήψη) σηκώνεται ξαφνικά και κατευθύνεται προς το μπάνιο. Δεν έχει εγκαταλείψει το θέατρο, αλλά παρακολουθεί κρυμμένος τη συνομιλία της Helga με τον Giordani μετά το τέλος της διάλεξης (Killer POV).
Αργότερα τη νύχτα, ο μαυροντυμένος δολοφόνος εισβάλλει στο διαμέρισμα της Helga, την σκοτώνει με ένα μπαλτά και παίρνει τις σημειώσεις της (Σημείο 3). Ο Marc Daly -πιανίστας μουσικός της τζαζ, συνομιλεί με τον μεθυσμένο φίλο του Carlo (επίσης πιανίστα) στην πλατεία και μια γυναικεία κραυγή τους διακόπτει (Σημείο 4). Ενώ χωρίζουν, ο Marc γίνεται αυτόπτης μάρτυρας του φόνου, βλέποντας τη Helga να ζητά βοήθεια από το παράθυρο ενώ δέχεται το τελικό χτύπημα του δολοφόνου. Εκείνος τρέχει στο διαμέρισμα της και βρίσκει μόνο το πτώμα της βλέποντας το δολοφόνο με τα μαύρα γάντια, το αδιάβροχο και το καπέλο, να διασχίζει την πλατεία. Με την άφιξη της αστυνομίας, ο Marc δίνει κατάθεση και προσπαθεί να θυμηθεί όσα είδε μπαίνοντας στο χώρο, νομίζει ότι ένας από τους πίνακες του διαμερίσματος έχει εξαφανιστεί, αλλά δεν μπορεί να εντοπίσει τι ακριβώς λείπει. Την ώρα εκείνη καταφθάνει στον τόπου του εγκλήματος η Gianna Brezzi (Σημείο 5), μια ρεπόρτερ η οποία με θράσος και νάζι φωτογραφίζει τον Marc και δημοσιοποιεί τη φωτογραφία του στον τύπο αναγνωρίζοντάς τον ως αυτόπτη μάρτυρα του φόνου. Την επόμενη μέρα, ο Mark και η Gianna μετά την κηδεία της Helga (Σημείο 6) συναντούν τον Giordani και στη συνέχεια συζητούν (Σημείο 7) όσα στοιχεία μάζεψαν σχετικά με την υπόθεση.
Ο Marc επισκέπτεται το σπίτι του Carlo (που πίνει πολύ), αλλά βρίσκει μόνο την εκκεντρική μητέρα του, Martha (Σημείο 8), η οποία του δίνει τη διεύθυνση όπου βρίσκεται ο γιός της. Ο Marc νομίζει ότι έχει χτυπήσει λάθος κουδούνι όταν του ανοίγει ένας παρενδυτικός άνδρας, όμως αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για τον σύντροφο του Carlo (Σημείο 9). Εκείνη τη νύχτα, ο δολοφόνος πλησιάζει τον απορροφημένο στη μουσική μελέτη Marc και παίζει την ηχογράφηση ενός παιδικού τραγουδιού έξω από την πόρτα του διαμερίσματός του. Ο Marc καταφέρνει να κλειδώσει έγκαιρα και δέχεται απειλή για τη ζωή του ενώ μιλά στο τηλέφωνο με τη Gianna (Σημείο 10). Για άλλη μια φορά βλέπει το μαυροντυμένο δολοφόνο από το παράθυρο να διασχίζει την πλατεία.
Την επόμενη μέρα ο Marc παίρνει το δίσκο με τα παιδικά τραγούδια και πηγαίνει στο σπίτι του Giordani για να του αναφέρει όσα συνέβησαν. Ο Giordani, κάνει τη σύνδεση με τα λεγόμενα της Helga σχετικά με το παιδικό τραγούδι που είχε “ακούσει” κατά την τηλεπαθητική της εμπειρία στη διάλεξη. Ο συνάδελφος του Giordani που ήταν παρών θυμάται ένα βιβλίο με σύγχρονους λαϊκούς θρύλους που περιγράφει ένα τοπικό στοιχειωμένο σπίτι, όπου καμιά φορά ακούγεται ένα παιδικό τραγούδι. Ο Marc διαβάζει το βιβλίο με τους λαϊκούς θρύλους και βρίσκει στις σελίδες του μια φωτογραφία του σπιτιού. Αποσπά την εικόνα με σκοπό να μάθει περισσότερα από την συγγραφέα του βιβλίου, Amanda Righetti, και ενημερώνει τη Gianna (Σημείο 11). Ωστόσο, ο δολοφόνος, που παρακολουθεί τον Marc, καταφθάνει στο σπίτι της Amanda πριν από εκείνον, επιτίθεται στη συγγραφέα και την πνίγει στη μπανιέρα με βραστό νερό (Σημείο 12). Όταν ο Marc εμφανίζεται, είναι πλέον αργά, βρίσκει το πτώμα της Amanda και μοιράζεται την ανησυχία του αργότερα με τη Gianna (Σημείο 13) και τον Giordani, ο οποίος διατίθεται να πάει να ερευνήσει.
Χρησιμοποιώντας τη φωτογραφία, ο Marc βρίσκει το μεγάλο εγκαταλελειμμένο σπίτι που βρίσκεται προς πώληση και μέσω του διαχειριστή (Σημείο 14) παίρνει τα κλειδιά για να το ερευνήσει. Σε ένα από τα ερειπωμένα δωμάτια, κάτω από τον χαλασμένο γύψο ανακαλύπτει έναν ανατριχιαστικό παιδικό σχέδιο ζωγραφισμένο στον τοίχο: ένα παιδί κρατά ένα αιματοβαμμένο μαχαίρι δίπλα σε μια πληγωμένη ανδρική φιγούρα. Αφού φεύγει, ένα χοντρό κομμάτι γύψου υποχωρεί αποκαλύπτοντας ένα ακόμα άτομο στη σκηνή που απεικονίζεται στο σχέδιο. Εν τω μεταξύ, ο Giordani, που έχει πάει στον τόπο της δολοφονίας της Amanda, με τη χρήση του ατμού καταφέρνει να μάθει ένα σημαντικό στοιχείο (πιθανώς το όνομα του δολοφόνου) που ήταν γραμμένο από εκείνη στη μετόπη της μπανιέρας. Πριν προλάβει να ενημερώσει τον Marc, ο δολοφόνος του αποσπά την προσοχή με μία μηχανοκίνητη κούκλα, εμφανίζεται από πίσω του (killer POV) και τον καρφώνει θανάσιμα με έναν χαρτοκόπτη (Σημείο 15).
Για τη δολοφονία του Giordani, ο Marc μαθαίνει από τη Gianna και της προτείνει να φύγουν μαζί στην Ισπανία (Σημείο 16) και να ξεφύγουν από την κατάσταση. Ενώ την περιμένει να ετοιμαστεί βλέπει ξανά τη φωτογραφία του εγκαταλελειμμένου σπιτιού, παρατηρώντας μια σημαντική διαφορά στο εξωτερικό του και πάει να ερευνήσει αφήνοντάς στη Gianna ένα σημείωμα. Ο Marc βρίσκει ένα κρυφό δωμάτιο χτισμένο εσωτερικά και εξωτερικά εντός του σπιτιού, στο μέσο του οποίου κάθεται ένας ανθρώπινος σκελετός. Κάποιος χτυπάει τον Marc στο κεφάλι με ένα ξύλο και πέφτει κάτω αναίσθητος. Λίγο αργότερα ξυπνά έξω από το σπίτι που καίγεται, στα πόδια της Gianna, η οποία είδε το μήνυμά του και έφτασε εγκαίρως για να τον σώσει (Σημείο 17). Καθώς ο Marc και η Gianna περιμένουν στο σπίτι του διαχειριστή για την άφιξη της αστυνομίας, ο Marc παρατηρεί ότι η κόρη του διαχειριστή (Olga) έχει ζωγραφίσει μια εικόνα πανομοιότυπη με εκείνη στον κρυμμένο τοίχο που βρήκε στο σπίτι. Η Olga του εκμυστηρεύεται ότι δεν είναι δική της αλλά την είδε στα παλιά αρχεία του σχολείου της (Σημείο 18).
Ο Marc και η Gianna πηγαίνουν αμέσως στο σχολείο, όπου ο Marc βρίσκει το σχέδιο σε μια εγγραφή ενός παιδιού της δεκαετίας του 1950 όταν η Gianna φεύγει για να καλέσει την αστυνομία. Τότε δέχεται επίθεση και κάποιος την τραυματίζει με μαχαίρι(Σημείο 19). Ο Marc ανακαλύπτει τον Carlo να τον σημαδεύει με ένα όπλο· (ο Carlo) είναι εκείνος που ως παιδί είχε ζωγραφίσει τη μακάβρια σκηνή. Η αστυνομία φτάνει και ο Carlo δραπετεύει στο σκοτεινό δρόμο, όπου ένα φορτηγό σκουπιδιών τον χτυπά και τον σέρνει στο οδόστρωμα. Όταν το φορτηγό σταματάει, ένα αυτοκίνητο που πλησιάζει με ταχύτητα παρασέρνει τον τραυματισμένο Carlo, σκοτώνοντας τον (Σημείο 20).
Στο νοσοκομείο, ο Marc μαθαίνει ότι η Gianna έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο και επιστέφει στο διαμέρισμά του. Καθώς περνάει από την πλατεία, ανακαλεί στη μνήμη του το βράδυ του φόνου της Helga που ήταν μαζί με τον Carlo, πράγμα που αποκλείει το γεγονός να ήταν εκείνος ο δολοφόνος. Αποφασίζει να πάει για τελευταία φορά στο διαμέρισμα της Helga, όπου έρχεται αντιμέτωπος με την απρόσμενη αλήθεια: το βράδυ της δολοφονίας, αυτό που έλλειπε από τον τοίχο δεν ήταν κάποιος πίνακας. Εκείνο το βράδυ είχε δει την αντανάκλαση του δολοφόνου, πλαισιωμένη σε έναν καθρέφτη. Καθώς ο Marc συνειδητοποιεί ότι είχε δει τη Martha, τη μητέρα του Carlo, εκείνη εμφανίζεται ξαφνικά πίσω του με καπέλο, αδιάβροχο και μαύρα γάντια, κρατώντας ένα μπαλτά. Η Martha κατηγορεί τον Marc για τον άδικο χαμό του γιού της, που προσπαθούσε να την προστατέψει. Εξηγεί ότι είχε δολοφονήσει, παρουσία του μικρού Carlo, τον σύζυγό της γιατί σκόπευε να την κλείσει σε ψυχιατρική κλινική (Σημείο 21).
Η Martha επιτίθεται στον Marc και τον τραυματίζει με τo μπαλτά στον ώμο. Ενώ την απωθεί, το κολιέ της Martha μπερδεύεται στα κάγκελα του ανελκυστήρα του κτιρίου. Ο Marc καλεί τον ανελκυστήρα κάτω με αποτέλεσμα η χοντρή αλυσίδα του κολιέ της να παρασυρθεί αποκεφαλίζοντάς την (Σημείο 22).
Ο Marc μένει να παρακολουθεί παγωμένος τη μακάβρια σκηνή, ενώ η εικόνα του καθρεφτίζεται σε μια λίμνη αίματος.








Ανάλυση – Σχολιασμός
Η ταινία Deep Red (Βαθύ Κόκκινο) αναγνωρίζεται ευρέως ως σημείο αναφοράς για το giallo, με τις δεδομένες τυπικές συμβάσεις (ερασιτέχνης ντετέκτιβ – δολοφόνος με τα μαύρα γάντια) αλλά και πολλές καινοτομίες, ειδικά όσον αφορά στις τεχνικές λήψης. Κατατάσσεται στο m-giallo, με έναν άνδρα πρωταγωνιστή και έναν κεντρικό γυναικείο χαρακτήρα. Σημαντικό στοιχείο και σε αυτό το έργο είναι οι έμφυλοι ρόλοι, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στη δυναμική που δημιουργείται μεταξύ του άνδρα πρωταγωνιστή και των υπόλοιπων χαρακτήρων που τον πλαισιώνουν. Ο πρωταγωνιστής Marc Daly παρουσιάζεται ως ένας άνδρας με ευαίσθητη καλλιτεχνική φύση και περιστοιχίζεται από ένα σύνολο δυναμικών γυναικείων χαρακτήρων, ενώ ο καλύτερος του φίλος αποδεικνύεται πως είναι ομοφυλόφιλος. Αυτή η μη αναμενόμενη δυναμική, τον αναγκάζει σε μία διαρκή προσπάθεια επιβεβαίωσης του ανδρισμού του, ενώ παράλληλα έχουμε ίσως την πιο εμφανή τοποθέτηση του σκηνοθέτη πάνω σε φεμινιστικά ζητήματα και θέματα ισότητας των φύλων. Στην ε λόγω ταινία, ο Marc γίνεται αυτόπτης μάρτυρας μια δολοφονίας, αναλαμβάνει το ρόλο του ερασιτέχνη ντετέκτιβ και στην έρευνά του, αν και διστακτικά, συνεργάζεται τελικά με τη ρεπόρτερ Gianna. Η ταυτότητα και το φύλο του δολοφόνου με τα μαύρα γάντια παραμένουν άγνωστα μέχρι την τελευταία σκηνή, όμως έχουμε δύο ανατροπές. Η μια συντελείται όταν λανθασμένα κατηγορείται για τους φόνους ο φίλος του Marc, Carlo και η δεύτερη κατά την τελική αποκάλυψη του δολοφόνου που είναι η μητέρα του Carlo, Martha, η οποία είναι ψυχικά ασθενής.
Gianna
Ως κεντρικός γυναικείος χαρακτήρας, η Gianna είναι ένα σύνολο αντιθέσεων, όσον αφορά τη στερεοτυπική εικόνα της γυναίκας. Από τη μία, η κομψή και σοβαρή της εμφάνιση που πλαισιώνει η ενδυματολογική επιλογή του σακακιού, λευκού πουκαμίσου και φούστας -που δεν υπερτονίζει τη θηλυκότητά της και από την άλλη, ο δυναμικός χαρακτήρας της με στοιχεία θηλυκής χάρης. Το εύρος συμπεριφορών που διαγράφεται στα διάφορα σημεία επιβεβαιώνει την τάση της Gianna για μια ενεργητική – απελευθερωμένη γυναικεία φύση που αναζητά την ανδρική προσοχή χωρίς όμως να δέχεται την υποτέλεια του κοινωνικού της φύλου. Σχεδόν σε όλα τα σημεία φαίνεται ανταγωνιστική και αποφασιστική -μια κατεξοχήν αρρενωπή συμπεριφορά, την οποία ισοσταθμίζει με τον χαριτωμένο της τρόπο και την ανάλαφρη αίσθησή της στο χώρο (θηλυκότητα).
Η Gianna εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Σημείο 5. Έχει φτάσει στον τόπο του εγκλήματος λίγο μετά το φόνο της Helga με σκοπό να τραβήξει φωτογραφίες. Δέχεται την αποδοκιμασία ενός από τους αστυνομικούς για τον ανάλαφρο τρόπο που εισέβαλλε στο χώρο, καθώς πρόκειται για «πολύπλοκη έρευνα», στην οποία μάλλον δεν έχει θέση (ως γυναίκα, με τα ανάλογα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν). Εκείνη τον απωθεί με χαριτωμένα χωρίς να φαίνεται να πτοείται για τη διάκριση εις βάρος της, λέγοντας ευθέως ότι «το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να κάνουν ήταν να καλέσουν τον τύπο». Τολμά να διεκδικήσει τη θέση της, καθαρά με την επαγγελματική ιδιότητα της ρεπόρτερ, έχοντας ευθύτητα στο λόγο, χωρίς όμως να χάνει τον ανάλαφρο-παιχνιδιάρικο χαρακτήρα της.
Στο Σημείο 6, έπειτα από την κηδεία της Helga, η Gianna και ο Marc έχουν έναν παράδοξο διάλογο ενώ περπατούν μέσα στο κοιμητήριο. Η Gianna, που φαίνεται να ενδιαφέρεται ερωτικά για τον Marc, του εκμυστηρεύεται ότι δεν έχει σύντροφο περιμένοντας την απόκρισή του. Εδώ παρατηρείται μια ακόμα διεκδίκηση εκ μέρους της, που τονίζει την ενεργητική της πρόθεση για σύναψη σχέσης με τον Marc έναντι της παθητικότητας που φαίνεται να διακατέχει εκείνον. Χαρακτηριστικά όπως η αμηχανία ή ο φόβος που στερεοτυπικά ανήκουν σε άτομα γένους θηλυκού, παρατηρούνται εδώ στον πρωταγωνιστή Marc (κάτι που υπογραμμίζει η Gianna) και η διάθεση για φλερτ -ως στερεοτυπικά αρσενική πρακτική, μετατοπίζεται σε εκείνη. Υπάρχει μια σαφής αντιστροφή ρόλων μεταξύ της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας των χαρακτήρων, την οποία ο Marc σπεύδει να δικαιολογήσει λόγω της επαγγελματικής επιλογής τους. Της υποδεικνύει ότι η συμπεριφορά του πηγάζει από την ευαισθησία του ως καλλιτέχνης (μουσικός) σε αντίθεση με τη δική της που ευθυγραμμίζεται με την ιδιότητα του στυγνού δημοσιογράφου. Για να επαναφέρει η Gianna τη θηλυκή της υπόσταση στην κουβέντα, τονίζει με παιχνιδιάρικο τρόπο τα φυσικά της γυναικεία χαρακτηριστικά επικαλούμενη την «ευαίσθητη επιδερμίδα της». Έχοντας φτάσει πλέον στην έξοδο του κοιμητηρίου, η Gianna είναι εκείνη που διαθέτει αυτοκίνητο και οδηγεί και του προτείνει να φύγουν μαζί.
Στο Σημείο 7 έχουμε τη συνέχεια της προηγούμενης δυναμικής μεταξύ της Gianna και του Marc. Πλέον βρίσκονται στο διαμέρισμα του Marc, όπου εκείνος ντύνεται μπροστά της. Η Gianna επιμένει να τον φλερτάρει, υπενθυμίζοντας την προηγούμενη αμηχανία του, με εκείνον να επικαλείται ξανά την ευαίσθητη φύση του καλλιτέχνη, με μια χιουμοριστική εξήγηση γιατί επέλεξε να γίνει πιανίστας αναφέροντας ότι «ο ψυχαναλυτής του είπε πως ευθύνεται το μίσος προς τον πατέρα του, αφού όταν χτυπάει τα πλήκτρα, είναι σα να σπάει τα δόντια του». Όταν η Gianna καλείται να απαντήσει γιατί έγινε δημοσιογράφος, με ευθύτητα του απαντά ότι της αρέσει να δουλεύει και ότι «θεωρεί πως μια γυναίκα πρέπει να είναι ανεξάρτητη για να θεωρείται ίση προς τον άνδρα». Η δήλωσή της ταράζει τον Marc ο οποίος δε θέλει να ξεκινήσουν «κουβέντα περί ισότητας των φύλων», υποτιμώντας τη ως ανάξια λόγου και αναληθή και υπογραμμίζοντας τη διαφορά ανάμεσα στα φύλα. Συνεχίζει αναλύοντας τη στερεοτυπική εικόνα της γυναίκας ως «ευαίσθητης και εύθραυστης», κάτι που η Gianna σπεύδει να ειρωνευτεί και τον καλεί σε ένα μπρα-ντε-φερ για να του αποδείξει το αντίθετο. Προς υπεράσπιση του πληγωμένου ανδρικού του εγωισμού, ο Marc δέχεται την πρόταση της, φροντίζοντας να της υπενθυμίσει τους κανόνες, όμως για δεύτερη φορά χάνει. Στην έκρηξή του η Gianna δηλώνει (και πάλι) ειρωνικά πως παραδίνεται (ως γυναίκα) και τον επιβεβαιώνει (ως άνδρα) για το πόσο «μεγάλος και αρρενωπός» είναι. Πλέον ο Marc είναι αρκετά εκνευρισμένος και επικαλείται «στατιστικές που αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει σοβαρή συνεργασία με απελευθερωμένες γυναίκες», αρνούμενος να συνεχίσουν μαζί την έρευνα. Στα πλαίσια του ανταγωνισμού μεταξύ τους ουσιαστικά παρακολουθούμε μια “μάχη των φύλων”, που καταλήγει στην εγωιστική απόφαση να προχωρήσει ο καθένας ξεχωριστά την έρευνά του. Η Gianna αντιλαμβάνεται ότι έχει ξεπεράσει τα όρια του φύλου της -ως προς την ανοχή του Marc- με την προηγούμενη αντιπαλότητα και προσπαθεί να χαλαρώσει την ατμόσφαιρα και να προσεγγίσει ξανά τον Marc. Στο ίδιο μοτίβο με το Σημείο 6, η Gianna λειτουργεί και πάλι ενεργητικά δηλώνοντας αποφασιστικά το ερωτικό της ενδιαφέρον και του προτείνει να επικοινωνήσουν αργότερα. Λίγο πριν φύγει, επανέρχεται στη θηλυκή της πλευρά και αναζητά την επιβεβαίωση ως γυναίκα, ζητώντας να μάθει γιατί δεν τη βρίσκει ελκυστική επικαλούμενη και πάλι τα φυσικά χαρακτηριστικά της.
Στο Σημείο 10, η Gianna τηλεφωνεί στο Marc, όπως του είχε υποσχεθεί, τη στιγμή ακριβώς που δέχεται απειλή για τη ζωή του από το δολοφόνο. Και σε αυτό το σημείο, παρατηρείται η παθητικότητα του τρομαγμένου Marc που ζητά τη βοήθεια της Gianna στην άλλη άκρη της γραμμής, ενώ εκείνη προσπαθεί να βρει τρόπο να τον σώσει.
Στο Σημείο 11, ο Marc τηλεφωνεί στη Gianna που βρίσκεται στον εργασιακό της χώρο (εφημερίδα), για να τον βοηθήσει να βρει τη διεύθυνση της Amanda. Παρακολουθούμε ένα ανδροκρατούμενο σύνολο δημοσιογράφων στο οποίο η Gianna δείχνει να λειτουργεί άνετα, χρησιμοποιώντας τον χαριτωμένο της γυναικείο τρόπο έναντι των συναδέλφων της, που φαίνεται να τον απολαμβάνουν.
Στο Σημείο 13, o Marc βρίσκεται μέσα στο αυτοκίνητο της Gianna, αρκετά προβληματισμένος σχετικά με την επίσκεψή του στο σπίτι της δολοφονημένης Amanda, με το φόβο ότι θα τον εντοπίσει και κατηγορήσει η αστυνομία ως ύποπτο για τη δολοφονία της. Η Gianna σε αυτό το σημείο είναι η φωνή της λογικής που προτείνει λύσεις στον Marc ενώ τον προτρέπει να συνεργαστούν. Εκείνος για άλλη μια φορά αρνείται καθώς «οι γυναίκες δεν έχουν μυαλό και η ευφυία είναι αποκλειστικό ανδρικό προνόμιο». Η Gianna όμως φαίνεται να αντιμετωπίζει με χιούμορ και χωρίς εκνευρισμό την έκρηξη του Marc. Αντιθέτως δείχνει κατανόηση και ανωτερότητα ενώ προσπερνάει αστειευόμενη, με ειρωνική αποδοχή τη μισογυνιστική δήλωση του ταραγμένου Marc. Τη μεταξύ τους κόντρα προσπαθεί να καταπραΰνει προσφέροντάς του αλκοόλ που έχει στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου της, γεγονός που ξαφνιάζει το Marc καθώς δεν περιμένει μια γυναίκα να διαθέτει κάτι τέτοιο, για να καταλήξει να του προτείνει να πάνε στο σπίτι της ώστε «να είναι πιο άνετα». Δύο στοιχεία αναπάντεχης αρρενωπής συμπεριφοράς εκ μέρους της Gianna που προσδίδουν ένταση στην ατμόσφαιρα τονίζοντας παράλληλα την αντισυμβατική επιτέλεση του γυναικείου της ρόλου. Η αντίδραση του Marc, αποτελεί μια κεκαλυμμένη αίσθηση άνεσης-αδιαφορίας στην αμηχανία που φαίνεται να νιώθει δίπλα σε μια γυναίκα όπως η Gianna, με την τελευταία να τον κατηγορεί ότι «είναι κακομαθημένος από τις γυναίκες και ότι δεν θα ενδιαφερόταν για το άτομό του, αν είχε σύντροφο», γεγονός που φαίνεται να τον διασκεδάζει. Και εδώ έχουμε ένα δίπολο αντιφατικών συμπεριφορών που επιλέγει ο σκηνοθέτης για τη Gianna: από τη μία αναλαμβάνει να οδηγήσει όλη τη διαδικασία του φλερτ (αρρενωπότητα: αλκοόλ, πρόταση να πάνε σπίτι της, οδήγηση) και από την άλλη μια στερεοτυπική απεικόνισή της θηλυκότητας που σχετίζεται με τη γκρίνια στην ανδρική αδιαφορία, πάντα όμως με μια δόση χιούμορ και ελαφρότητας.
Στο Σημείο 16, η Gianna ενημερώνει τον Marc για τη δολοφονία του Giordani και συναντώνται στο διαμέρισμά του, όπου της προτείνει να φύγουν για την Ισπανία. Ο ενθουσιασμός της Gianna στη δήλωση του Marc αποδίδεται με τον χαρακτηριστικό της παιχνιδιάρικο τρόπο, ενώ πριν φύγει παρατηρεί τη φωτογραφία μιας κοπέλας. Η θηλυκή της πλευρά συνεχίζει να ενυπάρχει στην προσποιητή ζήλεια της και εκφράζεται ως χιουμοριστική ειρωνεία για το γούστο του Marc για τις «ντίβες – υπερβολικά σεξουαλικές γυναίκες». Η Gianna ολοκληρώνει την κωμική παράσταση ζηλοτυπίας με την επιδεικτική απόρριψη της φωτογραφίας στα σκουπίδια και φεύγει με έναν εξίσου κωμικό/προσποιητό και σεξουαλικά θηλυκό τρόπο.
Στο Σημείο 17, η Gianna εμφανίζεται στο φλεγόμενο εγκαταλελειμμένο σπίτι, να έχει σώσει τον Marc, ο οποίος ξυπνά μετά το χτύπημα στα πόδια της. Του εξηγεί ότι βρήκε το σημείωμά του και έσπευσε στη διεύθυνση που της άφησε πριν είναι πολύ αργά. Η Gianna έχει αναλάβει εκτός τη φροντίδα του Marc, να καλέσει την αστυνομία και την πυροσβεστική επικαλούμενη τη δημοσιογραφική της ιδιότητα, ενώ στο Σημείο 19, δέχεται επίθεση με μαχαίρι από το δολοφόνο, ενώ προσπαθεί να ειδοποιήσει εκ νέου την αστυνομία. Και στα δύο αυτά σημεία (17 & 19), όπως και σε πολλά ακόμα που προβάλλουν τον προστατευτικό χαρακτήρα των πράξεων της Gianna, έχουμε αντιστροφή των κοινωνικών ρόλων ανάμεσα στα φύλα, αφού θα περιμέναμε τέτοιες συμπεριφορές από έναν ανδρικό χαρακτήρα.
Helga
Η Helga εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Σημείο 2, στο συνέδριο παραψυχολογίας να κάθεται ανάμεσα σε δύο άνδρες. Οι τηλεπαθητικές ικανότητές της θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι έχουν άμεση αναφορά σε πρακτικές μαγείας και κατ’ επέκταση σύνδεση της γυναικεία φύσης με τη μαγεία και τα πνεύματα. Άλλωστε στο Σημείο 5 η Gianna θα τη χαρακτηρίσει «μάγισσα» – υπό τον όρο “magician”.
Martha
Η Martha είναι η μητέρα του Carlo, που όπως αποκαλύπτεται είναι ο δολοφόνος με τα μαύρα γάντια. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Σημείο 8 και παρουσιάζει μια αλλόκοτη συμπεριφορά στη συζήτησή της με τον Marc, που εκλαμβάνεται μάλλον ως εκκεντρικότητα λόγω της ηλικίας της αλλά και της καλλιτεχνικής της ιδιότητας. Για την καριέρα της ως ηθοποιός μιλά με νοσταλγία και δεν παραλείπει να τονίσει την καταπίεση από το σύζυγό της, λέγοντας ότι εκείνος «την αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει». Ξεκαθαρίζει έτσι στον Marc ότι αυτός ήταν το “εμπόδιο” και όχι η μητρότητα, που ήρθε αργότερα με τη γέννηση του Carlo. Αυτή η δήλωση είναι σημαντική, αφού εξηγεί την αγάπη για το γιό της και το μίσος για τον σύζυγο, τον οποίο και σκότωσε. Στο Σημείο 21 έχουμε την αναδρομή στο μοιραίο βράδυ του φόνου του συζύγου της. Η Martha φαίνεται πως ήταν ψυχικά ασθενής, παρουσιάζεται να κοιτά στο κενό και να αρνείται εμμονικά τις προτροπές του συζύγου της που επέμενε να την εισάγει (για δεύτερη φορά) σε ψυχιατρική κλινική, καθ’ υπόδειξη του γιατρού της.
Amanda
Η Amanda δεν έχει σημαντικό χρόνο επί της οθόνης ή διαλόγους που να παρουσιάζουν τον χαρακτήρα της. Είναι η συγγραφέας του βιβλίου με του σύγχρονους λαϊκούς θρύλους, ζει μόνη σε μια μονοκατοικία στην εξοχή και την επισκέπτεται συχνά η μεγάλη σε ηλικία οικιακή βοηθός της Elvira. Αργότερα θα γίνει το δεύτερο θύμα του δολοφόνου (Σημείο 12).
Olga
Η Olga είναι η κόρη του διαχειριστή του εγκαταλελειμμένου σπιτιού η οποία εμφανίζεται στο Σημείο 14. Η επιλογή ενός κοριτσιού με κόκκινα μακριά μαλλιά έχει γίνει στρατηγικά από τον σκηνοθέτη, ώστε να πλαισιώσει αισθητικά την εικόνα του στοιχειωμένου κτιρίου. Επιπλέον, την αρχική εντύπωση στο θεατή, που αναπόφευκτα προβαίνει στη σύνδεση του παρουσιαστικού της Olga με τους θρύλους των μαγισσών (στερεοτυπική απεικόνιση), επιβεβαιώνει ο πατέρας της που την αποκαλεί “μάγισσα” (“witch”), καθώς τη χαστουκίζει γιατί καρφίτσωσε μια σαύρα. Όλες οι κινήσεις της Olga φαίνονται διεστραμμένες και απόκοσμες αφήνοντας την υπόνοια ότι λαμβάνει σαδομαζοχιστική απόλαυση από όσα συμβαίνουν.
Στο Σημείο 18, η Olga υποκρίνεται ότι η ζωγραφιά είναι δική της, κάτι που υποστηρίζει και ο πατέρας της λέγοντας στον Marc ότι «είναι περίεργο παιδί και της αρέσουν τα μακάβρια». Η Olga φαίνεται για πρώτη φορά να μην απολαμβάνει αυτό το παιχνίδι και φοβισμένη μπροστά στον θυμωμένο Marc που ξέρει ότι ψεύδεται, αναγκάζεται τελικά να του αποκαλύψει την αλήθεια.
Carlo – Massimo
O Carlo είναι ο στενός φίλος του Marc, το μικρό παιδί του οποίου τα πόδια βλέπουμε στο Σημείο 1. Ενώ δεν είναι αρχικά σαφές το φύλο του από τα παιδικά παπούτσια που φοράει, στο Σημείο 21 μαθαίνουμε ότι είναι ψυχικά τραυματισμένος από το φονικό, τη μνήμη του οποίου προσπάθησε να καταπνίξει σχεδιάζοντάς την εμμονικά (ζωγραφιά στο σχολείο και στον τοίχο του σπιτιού) και αργότερα βρίσκοντας διέξοδο στη μουσική και το αλκοόλ. Στο Σημείο 19, αναγκάζεται να επιτεθεί στον Marc και τη Gianna ώστε να προστατέψει την ψυχασθενή φονική μητέρα του από την έρευνά τους.
Ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την ομοφυλοφιλική σχέση μεταξύ ανδρών στο Σημείο 9, όταν αποκαλύπτεται ως σύντροφος του Carlo ο παρενδυτικός Massimo. Ενώπιον του άνδρα πρωταγωνιστή Marc (και κατ’ επέκταση του θεατή), παρουσιάζεται μιας συνθήκη που αντιτίθεται στην κανονιστική ετεροσεξουαλικότητα. Μια “παραφωνία”, που παρά την απόκριση του Marc «ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι σεξουαλικές προτιμήσεις» του Carlo, θα τιμωρηθεί συμβολικά με το θάνατό του στο Σημείο 20, επαναφέροντας έτσι την πατριαρχική τάξη.
Φόνοι
Ο πρώτος φόνος στο Σημείο 1, δε συμβαίνει ουσιαστικά επί της οθόνης. Ο θεατής μπορεί να διακρίνει μόνο δύο σκιές και ένα μαχαίρι, το οποίο πέφτει καταλήγοντας μπροστά στα πόδια ενός παιδιού. Οι ταυτότητες φύλου των δρώντων, αλλά και του παιδιού παραμένουν άγνωστες μέχρι το τέλος. Ωστόσο, η εισαγωγική σκηνή μας προϊδεάζει για το ψυχικό τραύμα που προκλήθηκε στο παιδί και το οποίο θα αποτυπωθεί στη συνέχεια μέσα από τη ζωγραφιά που αναπαριστά τη σκηνή του φόνου.
Ήδη από το χώρο του θεάτρου στο οποίο γίνεται η διάλεξη (Σημείο 2) έχει θεμελιωθεί η αίσθηση, μέσω της κίνησης της κάμερας και των υποκειμενικών πλάνων, ότι η οπτική ανήκει στο μυστηριώδη δολοφόνο (killer POV). Τη μορφή του δολοφόνου παίρνει εν είδει φετιχιστικού υποκατάστατου ένα βαμμένο μάτι με φαρδύ μαύρο περίγραμμα, το οποίο θα αποτελέσει το χαρακτηριστικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο που θα συμβολίζει την αρχή κάθε δολοφονικής επίθεσης κατά τη διάρκεια της ταινίας. Έχει ενδιαφέρον ότι πολλοί ηθοποιοί και κομπάρσοι εμφανίζονται ακριβώς με το ίδιο μακιγιάζ (Gianna, Martha, Amanda, Massimo, κοπέλα που μακιγιάρεται στο Blue Bar) καθιστώντας τους εξίσου “ύποπτους”.
Το δεύτερο θύμα είναι η Helga, που με τις τηλεπαθητικές της ικανότητες κατάφερε να εντοπίσει το δολοφόνο. Στο Σημείο 3, βρίσκεται στο διαμέρισμά της να μιλά στο τηλέφωνο αποκαλύπτοντας στο συνομιλητή της ότι γνωρίζει το όνομα του δολοφόνου. Λίγο πριν, ο θεατής έχει “προειδοποιηθεί” για την επικείμενη επίθεση από τη θέα του ματιού, που τώρα “βλέπει” το θύμα (μέσω της υποκειμενικής λήψης – killer POV). Κινείται μέσα στο διαμέρισμα, παρακολουθεί τη Helga και καλεί τον θεατή σε σκοποφιλική θέαση της ίδιας και όσων θα ακολουθήσουν. Αφού την τραυματίζει με έναν μπαλτά, το μαύρο γάντι παίρνει τις σημειώσεις της και ο δολοφόνος την ακουθεί μέχρι το παράθυρο όπου ζητά βοήθεια. Ο Marc βρίσκεται στην πλατεία και γίνεται αυτόπτης μάρτυρας του τελευταίου θανάσιμου χτυπήματος με τον μπαλτά, προτού η Helga βρει τραγικό θάνατο στα γυαλιά της τζαμαρίας. Όταν πια (ο Marc) φτάνει στο διαμέρισμα και την απεγκλωβίζει, η κάμερα εστιάζει στον αιματοβαμμένο λαιμό με τα καρφωμένα τζάμια και στο πρόσωπό της.
Το τρίτο θύμα είναι η συγγραφέας Amanda που στο Σημείο 12 αποχαιρετά την Elvira και είναι πλέον μόνη της στη μονοκατοικία. Και πάλι πριν την επίθεση εμφανίζεται το μάτι που παρακολουθεί την Amanda (killer POV) μέσα στο σκοτεινό σπίτι να προσπαθεί τρομαγμένη να αντιμετωπίσει την άγνωστη παρουσία. Σέρνεται μέχρι το μπάνιο όπου ο δολοφόνος με τα μαύρα γάντια της προκαλεί εγκαύματα στο πρόσωπο, πνίγοντάς τη μέσα στη γεμάτη καυτό νερό μπανιέρα. Η κάμερα εστιάζει δύο φορές στο αποκρουστικά δύσμορφο πρόσωπο της Amanda, μία αφού ολοκληρώνεται η σκηνή του φόνου και ξανά όταν ο Marc θα εντοπίσει το πτώμα της κατά την επίσκεψή του στο σπίτι.
Στο Σημείο 15, το μάτι δεν εμφανίζεται πριν την επίθεση. Εδώ υπάρχει ακόμα μια σημαντική διαφορά, το θύμα πρόκειται να είναι άνδρας, ο καθηγητής Giordani. Ο θεατής αντιλαμβάνεται την παρακολούθηση του Giordani λίγο πριν το φόνο του από την κίνηση της κάμερας και τα υποκειμενικά πλάνα του δολοφόνου. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης το πλάνο οδηγεί το μαύρο γάντι (killer POV) που χτυπά το κεφάλι του Giordani σε γωνιώδεις επιφάνειες μέσα στο χώρο, καταλήγοντας να του τρυπά τον αυχένα με έναν χαρτοκόπτη.
Στα Σημεία 20 και 22 έχουμε τους θανάτους του Carlo και της μητέρας του Martha αντίστοιχα. Πρόκειται για τυχαία γεγονότα και όχι για φόνους, που όπως επιτάσσει το Giallo απεικονίζονται με εξίσου γραφικό τρόπο.
Περιεχόμενα
Η Martha σκότωσε το σύζυγό της, που την είχε αναγκάσει να εγκαταλείψει την καριέρα της στην υποκριτική, διότι επέμενε να την εισάγει ξανά σε ψυχιατρική κλινική. Για να αποτρέψει την ανακάλυψη του καλά κρυμμένου για 20 χρόνια αποτρόπαιου εγκλήματος που είχε διαπράξει, η Martha προχώρησε σε μια σειρά από φόνους ώστε να εξαφανίσει όσα στοιχεία διέρρευσαν.